Zωή σε επικάλυψη (1966)
2 απαντήσεις
Happy World :: Ιστορίες :: Παραμύθια
Σελίδα 1 από 1
Zωή σε επικάλυψη (1966)
«Δε θα πονέσει» είπε ο γιατρός, γέρνοντας πάνω της, στο άσπρο νοσοκομειακό κρεβάτι, απ' όπου το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ένα μεγάλο, μαύρο θόλο, που στο κέντρο του έκαιγε οργισμένα ένα φως. Ένα στενό κομμάτι γάζα ήτανε κολλημένο στον αυχένα της. Ήτανε χτυπημένη κι εκεί.
Το άσπρο μανίκι του γιατρού πέρασε πάνω από το πρόσωπό της, πήγε κατευθείαν στο δεξί της μάτι κι έχωσε τη σύριγγα ανάμεσα στο βολβό και στο κάτω βλέφαρο. Το ουρλιαχτό της αντήχησε στους μακρινούς τοίχους, ξαναγύρισε σα βέλος ολόισια στο δεξί της μάτι και χώθηκε ως το πίσω μέρος του κεφαλιού της.
«Τς, τς» είπε η νοσοκόμα που την κράταγε να μη σηκωθεί.
«Πάνω κοίτα, πάνω» συνέστησε ο γιατρός. «Πάνω είπαμε να κοιτάς».
Θα κοιτάζω πάνω απ' τους λόφους, σκέφτηκε εξαγριωμένη, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της, υποσχόμενη στον εαυτό της να μην ουρλιάξει ξανά. «Γιατί δε με προειδοποίησες, σαδιστή;»
«Τς» είπε με οργή η νοσοκόμα.
Ο γιατρός άρχισε να εξετάζει το μάτι της με προσοχή, με διάφορα όργανα, που κανένα δεν μπορούσε να νιώσει, επειδή είχε τόσο πολύ συγκεντρωθεί στον άμεσο προηγούμενο πόνο από την υποδερμική ένεση, συστρεφόμενη με οργή που της είχανε φερθεί σα να 'τανε κομμάτι κρέας πάνω στον πάγκο του χασάπη.
«Τι είμαι, κομμάτι κρέας σε χασάπικο;» ρώτησε.
«Ησύχασε» είπε μια άλλη νοσοκόμα, πιο τρυφερά, μπαίνοντας στο οπτικό πεδίο του αριστερού της ματιού, που άρχισε να δακρύζει από συμπαράσταση στο δεξί, που ήξερε χωρίς να της το πούνε πως ήτανε χαμένη υπόθεση.
«Θα με βάλετε να το κρατάω τη νύχτα σ' ένα ποτήρι νερό;» ρώτησε.
Ο γιατρός, άφησε έναν ήχο που 'μοιαζε γέλιο ... «Δεν το 'χασες το μάτι σου».
«Τι έχασα τότε;» Δεν ένιωθε τίποτα πέρα από την πίεση του καρπού του στο ζυγωματικό της κι έτσι υπέθεσε ότι πρέπει να 'χαν αναισθητοποιήσει πλήρως τα νεύρα της με κείνη τη βελόνα. Ήταν θαύμα που δεν έπαθε σοκ, σκέφτηκε, συνεχίζοντας να θρηνεί γι αυτό που 'χε χάσει. Οι γιατροί δε σου λένε πάντα τι συμβαίνει.
«Ίσως να μην έχεις οπτικές εντυπώσεις απ' αυτό το μάτι» της είπε με τραχειά φωνή. Δεν ήταν διατεθειμένος για συμβιβασμούς με τέτοια ασθενή.
Να 'σαι ευγενική, προειδοποίησε τον εαυτό της, γιατί αλλιώς μπορεί να σε περιποιηθούν καλύτερα κι από τρύπημα στο μάτι ? και δίχως προειδοποίηση. Ήταν χειρότερο να ουρλιάζει από το να πονάει. Ή μήπως όχι;
Η πίεση είχε φύγει από το πρόσωπό της. Κομματάκια μπαμπάκι πίεζαν απαλά τα βλέφαρά της, κολλημένα με ταινία στο δέρμα της. Ακουγε ένα ελαφρό μουρμουρητό, απαλό σαν καλοκαιρινό απόγευμα.
«Πρέπει να μείνεις ακίνητη» είπε ο γιατρός. Αμα δεν αντέχεις τον πόνο, η νοσοκόμα θα σου δώσει ένα χάπι, αλλά προσπάθησε να κρατήσεις». Προτού καλά-καλά τελειώσει την πρόταση, τα βήματά του από τις κρεπ σόλες απομακρύνονταν κιόλας και χάνονταν, κι ο πόνος άρχισε να τριβελίζει το δεξί της μάτι, που ξύπνησε απ' την ύπνωση της ένεσης. Σφίγγοντας το σαγόνι της αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν ν' αντέξει κάτι τέτοιο. Σε λιγότερο από είκοσι δευτερόλεπτα και παρά την απόφασή της να ευγενική και υπόδειγμα ασθενούς, ούρλιαξε «Δώστε μου το χάπι!»
Η νοσοκόμα της έβαλε στο στόμα ένα χάπι και της έδωσε νερό να το καταπιεί.
«Μη σαλέψεις» την προειδοποίησε. «Είναι απαραίτητο να μείνεις ακίνητη». Το κρεβάτι της γλίστρησε σε αθόρυβες ρόδες κι ο απαλός ψιθυριστός ήχος την ακολουθούσε, μαζί μ' έναν άλλον ήχο, σαν ακροατήριο που μετακινιόταν στη θέση του, παπούτσια που σέρνονταν, βηξίματα. Έχασε τις αισθήσεις της.
Μουντή κυρίαρχη λευκότητα έλουζε το πρόσωπό της με ανεπαίσθητη ζεστασιά και της ερχόταν μυρωδιά κοτόσουπας. Τα ρουθούνια της διεστάλησαν, το στόμα της μισάνοιξε. «Σούπα» είπε.
«Α, ξύπνησες» είπε η νοσοκόμα και της έδωσε μια γεμάτη κουταλιά. «Σαν πεινασμένο πουλάκι κάνεις» συνέχισε. Η σούπα συνέχισε να έρχεται για λίγο, αλλά ξαφνικά σταμάτησε.
«Πεινάς ακόμα;» ρώτησε η νοσοκόμα.
«Πεθαίνω της πείνας. Δεν έφαγα πρωινό σήμερα».
«Καλύτερα, να λες. Πού να δεις σε άλλες περιπτώσεις ατυχημάτων τα αποτελέσματα του γεμάτου στομαχιού».
«Λίγη σούπα ακόμα» ικέτεψε.
«Όχι τώρα, καλύτερα να κοιμηθείς. Και προσπάθησε να μην κουνάς το κεφάλι ».
Στα διαλείμματα, της έδιναν κοτόσουπα και της έλεγαν να μένει ακίνητη, ώσπου, την επομένη το πρωί πρέπει να 'τανε, της δώσανε καφέ με το κουταλάκι, της είπαν να μείνει ακίνητη και της δώσανε κάτι για την καυτή, κόκκινη βελόνα στο μάτι της. Αργότερα, έχοντας βαρεθεί να κοιμάται, και με τους επιδέσμους στα μάτια, κάθισε και παρακολουθούσε τις εικόνες. Ξεπετάγονταν απ' τα δεξιά προς τ' αριστερά: σημαίες, γεράνια, κέικ, χρώματα χωρίς όνομα κι ο αριθμός που 'ναι ανάμεσα στο οχτώ και στο εννιά, εμφανίζονταν, στριφογυρνούσαν και χάνονταν. Ακούστηκε μια φωνή κι οι εικόνες σταμάτησαν.
Ήταν η φωνή ενός μικρού αγοριού. «Έχω ένα ακρωτηριασμένο χέρι. Εσύ έχεις χτυπήσει τα μάτια σου;»
«Το ένα μόνο» του απάντησε καθησυχαστικά.
«Θα προτιμούσα να 'χω σπασμένο χέρι μονάχα».
«Κι εγώ θα το προτιμούσα» είπε.
«Φοράω πράσινο μπουρνούζι. Μπορείς να το δεις;»
«Όχι, ανόητε. Έχω επιδέσμους και στα δυο μου μάτια. Έχει και πράσινη ζώνη;»
«Ναι, μόνο που την είχα ξεχάσει στο σπίτι του Ρόνυ, όταν κοιμήθηκα εκεί. Αλλά μου φαίνεται πως έχω πάρα πολύ καιρό να πάω απ' του Ρόνυ».
«Πόσο χρονών είναι ο Ρόνυ;»
Η νοσοκόμα μπήκε κι είπε «Τς, συγγνώμη, κυρία Ντ., δεν ήξερα ότι σας ενόχλησε».
«Μα, δε μ' ενοχλεί» διαμαρτυρήθηκε.
«Έλα» είπε η νοσοκόμα στ' αγοράκι.
«Μα δεν πειράζει, δε μ' ενοχλεί».
«Μείνε ακίνητη» την πρόσταξε.
Οι εικόνες ξανάρχισαν, μερικές απ' αυτές έντονα χρωματισμένες, μερικές υποχθόνια τοπία με γρανιτένιους όγκους και οστά. Πήγε στο φεγγάρι και πήδησε έξι μέτρα ψηλά. Έπεσε σε μια λίμνη, που το κρύο νερό της κύλησε απ' το μάγουλό της στο πηγούνι της κι από κει στο μαξιλάρι. Κάτω απ' τα σάπια φύλλα ρουθούνισε ένα γουρούνι κι άρχισε να σκάβει μες στο μάτι της, ώσπου ήρθε η νοσοκόμα και της έδωσε κι άλλο χάπι.
Της δώσανε κάμποσες κουταλιές δημητριακά κι ύστερα άρχισε να σκέφτεται τη μητέρα της. Τη φανταζόταν με τα υπέροχα, καστανά μάτια της γεμάτα δάκρυα, να θρηνεί για την καημένη την κόρη της . «Για όνομα του θεού, σταμάτα το κλαψούρισμα», φαντάστηκε τον πατέρα της να της λέει, έναν μακρυκάνη άντρα με κόκκινο ριγέ σορτς, που ξυριζόταν ένα ηλιόλουστα πρωινό, με το μπάνιο γεμάτο ατμούς και μυρωδιά από τσιγάρο.
«Πώς είναι τα παιδιά;» ρώτησε.
«Ποια παιδιά;» ζήτησε να μάθει η νοσοκόμα.
«Τα παιδιά στο άλλο αυτοκίνητο».
«Είναι εντελώς καλά» της απάντησε η νοσοκόμα.
Ένα απ' τα παιδιά πήρε μια μπάλα του μπέιζ μπωλ και της την πέταξε κι ήξερε ότι θα τη χτυπούσε στο μάτι, γι αυτό έσκυψε , αλλά το μαξιλάρι την κράτησε γερά στη θέση της και, βεβαίως, βούλιαξε μες στο μάτι της κι άφησε μια κραυγή.
«Σώπα, κορίτσι μου» είπε η νοσοκόμα , σκαμπιλίζοντάς την στο σβέρκο.
«Είμαι δέκα» της είπε το αγοράκι μόλις ξύπνησε πάλι. «Με λένε Μπομπ κι έχω μόνο ένα χέρι».
«Το ξέρω. Μου το 'πες. Είναι ωραία να 'σαι δέκα;»
«Όχι» είπε ο Μπομπ. «Εσύ πόσο χρονών είσαι;»
«Είκοσι. Ούτε κι εμένα μ' άρεσε να 'μαι δέκα».
«Καλύτερα είκοσι;»
«Μερικές φορές».
«Ω, τς» είπε η νοσοκόμα μπαίνοντας.
«Σας το μαθαίνουν στη σχολή νοσοκόμων;» τη ρώτησε.
«Να μας μαθαίνουν, τι;»
«Τς, τς. Το λέτε όλες, όλη την ώρα».
«Έλα, Μπομπ, δε θα 'πρεπε να 'σαι εδώ ξέρεις».
Η νοσοκόμα επέστρεψε με το γιατρό που της είπε ότι μπορεί να καθίσει.
« Όχι, ευχαριστώ. Είμαι πολύ άνετα κι έτσι »
« Εννοώ ότι μπορείς να κάτσεις στο κρεβάτι, τώρα» είπε ο γιατρός.
« Δε θέλω» χαχάνισε .
« Νοσοκόμα» ρώτησε ο γιατρός με υποτονική φωνή « πόση ποσότητα Νεμπιουτόλ έχει πάρει; Δε τη θέλουμε δύσκολη» . Ξεφύλλισε τις κάρτες . « Α» είπε . « Ελάτε, ελάτε κυρία Ντ., θα ξαναπροσπαθήσουμε αργότερα, εντάξει ; »
« Υπάρχει ένας σκύλος κάτω από το κρεβάτι. Δεν τον τάισε κανείς.»
« Ναι » είπε ο γιατρός και αναστέναξε.
« Ένα τεριέ. Κάποιος πρέπει να το τα? σει » .
Η νοσοκόμα αναστέναξε με τη σειρά της, « Τς, θα το ταίσουμε , αγαπητή μου. Μην ανησυχείς. »
Φαινόταν πραγματικά να υπάρχει ένας σκύλος κάτω απ' το κρεβάτι, η βολική της συντροφιά, κουλουριασμένος κάτω απ' τα σκεπάσματα που έφταναν ως το πάτωμα. Πέταξε το μαξιλάρι της κάτω για να 'χει κάπου να ξαπλώσει. Μετά από λίγο, ο σκύλος ξεμύτισε απ' την κρυψώνα του, δαγκώνοντας το καλώδιο που κρεμόταν απ' το πίσω μέρος του λαιμού της και εξαφανίστηκε. Τον ήθελε να επιστρέψει για να 'χει συντροφιά, ήθελε περισσότερο Νεμπιουτόλ για να ανακουφιστεί, ξαφνικά ήθελε να 'ναι αγαπητή. Όπως έγειρε το ποτήρι, σαμπάνια στροβιλίστηκε και μερικές φυσαλίδες έσκασαν γλυκά στο μάγουλό της, αγάπη, αγάπη, χορός και μουσική. Πώς θα φαινόταν το μάτι ;
« Θα φαίνεται απαίσιο; » ρώτησε το γιατρό, που έκοβε γύρω-γύρω τους επιδέσμους με κρύο μέταλλο.
« Όχι βέβαια. Θα σχηματιστεί μια μεμβράνη πάνω από το δέρμα, που θα τη βγάλουμε αργότερα. »
« Χρησιμοποιώντας μια απ' αυτές τις υπέροχες βελόνες στο μάτι;»
« Κράτησε τα μάτια σου κλειστά » διέταξε ο γιατρός κι αυτή τον υπάκουσε.
« Δε θα 'θελες να γίνει χωρίς αναισθησία» σχολίασε. Της έβγαλε τα βαμβάκια και τα βλέφαρά της αισθάνθηκαν παγωνιά. « Για προσπάθησε να τ' ανοίξεις» .
Να προσπαθήσει; Να προσπαθήσει, ναι, αλλά για ν' αναπνεύσει. Ανασήκωσε τα βλέφαρά της και το φως της μέρας τη τύφλωσε ? δεν το άντεξε ούτε ένα δευτερόλεπτο. Δάκρυα ξεπήδησαν και κύλησαν στο πρόσωπό της. « Θα πάρει λίγη ώρα» είπε ο γιατρός.
Η νοσοκόμα σκούπισε το πρόσωπό της.
« Με το μαλακό, » είπε ο γιατρός.
« Είναι Κυριακή. Θέλω να διαβάσω τις γελοιογραφίες. »
« Λοιπόν, διάβασε» της είπε και ένιωσε κάτι ? εφημερίδα;? να πέφτει στο απλωμένο της χέρι. Την άρπαξε. Ανοιξε το καλό της μάτι και κρυφοκοίταξε, οι Πειρατές του Ντοράν, μ' όλα τα χρώματα της ίριδας. Τα συννεφάκια του κόμικ γεμάτα από μαύρα μυρμήγκια. Έκλεισε τα μάτια της και σε λίγα λεπτά προσπάθησε ξανά. Η Μπέτσι κολυμπούσε σε μια πράσινη σούπα που ξεχείλιζε απ' την άκρη της σελίδας.
« Ω, στο διάβολο» είπε και ξάπλωσε. Κάπου-κάπου άνοιγε τα μάτια της, προσεχτικά, ολοένα και περισσότερο και για περισσότερη ώρα. Για ώρες εξασκήθηκε, μεταξύ του σπανακιού και της παγωμένης λεμονάδας. Όταν ήρθε η νοσοκόμα τη ρώτησε « Μήπως μπορώ να 'χω έναν καθρέφτη; »
« Δεν έχουμε καθρέφτες στα δωμάτια. Όταν θα μπορείς να περπατήσεις θα βρεις έναν στο μπάνιο.»
« Ναι, αλλά πως είμαι; » τη ρώτησε.
Η νοσοκόμα στάθηκε κοιτάζοντας τη, σοβαρή. « Όχι και τόσο άσχημη» τη διαβεβαίωσε. « Το μάτι σου έχει ουλές, αλλά θα φύγουν σε λίγο.»
Στέναξε « Φαίνεται απαίσιο, το ξέρω. Σ' ευχαριστώ πάντως. »
Η νοσοκόμα συνέχισε να την κοιτάζει σταθερά, ώσπου είπε: « Εντάξει αδελφή» .
« Μπράβο» είπε η νοσοκόμα. « Ξάπλωσε για λίγο και ξεκουράσου » .
Η νοσοκόμα έφυγε απ' το δωμάτιο για να βρει το γιατρό, που ήταν στο διάδρομο, έξω απ' τη πόρτα του τεράστιου αμφιθεάτρου, συζητώντας με δύο επισκέπτες. Η νοσοκόμα τον ρώτησε « Θα διακόψουμε τον κύκλο της κυρίας Ντ.;»
« Ναι, αλλά μόνο για δύο μέρες. Η επόμενη τάξη οφθαλμιάτρων περιμένει ήδη» . Μετά, γύρισε με αβρότητα στους επισκέπτες. « Το σύστημά της έχει τώρα πλήρως επαναφερθεί » τους εξήγησε. « Μετά από δύο μέρες θα ξανατρέξει »
Ένας από τους δύο επισκέπτες, ρώτησε « Αλλά πως το ξεκινάτε απ' την αρχή ; »
Ο γιατρός έδειξε έκπληκτος, « Ω, μα αναπαράγουμε το αρχικό της τραύμα ή βλάβη, φυσικά. »
Ο άλλος επισκέπτης ρώτησε « Δεν έχουν ποτέ τις αισθήσεις τους; Εννοώ δηλαδή, να συνειδητοποιήσουν, σε κάποιο σημείο, ότι ξαναζούν τα ίδια; »
« Όχι, φυσικά » είπε ο γιατρός σοκαρισμένος.
« Πως τους αντικαθιστάτε ; »
Ο γιατρός έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του και άρχισε να οδηγεί τους επισκέπτες στο διάδρομο, προς ένα άλλο δωμάτιο. « Αυτός ο όροφος είναι πάντα γεμάτος» τους εξήγησε. « Θύματα ατυχημάτων που δεν έχουν αναγνωριστεί ή που δεν έχουν συγγενείς ή, στο μεγαλύτερο ποσοστό, που δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν τους λογαριασμούς του νοσοκομείου » .
Η νοσοκόμα τους προσπέρασε και μπήκε στο δωμάτιο της ασθενούς, μ' ένα δίσκο που 'χε πάνω ένα χάρτινο κυπελάκι με χάπια.
« Κι άλλα χάπια;» τη ρώτησε
« Ελάτε, κυρία Ντ., τα πάμε τόσο καλά. Δε θέλετε να πάτε σπίτι; Να τελειώσουν όλα αυτά; »
Αρχισε να μουρμουρίζει « Όλα τελείωσαν, όλα ξεκαθαρίστηκαν, όλα κανονίστηκαν» ενώ η νοσοκόμα έβαλε στο στόμα της ένα χάπι και της έδωσε νερό. « Ναι, ναι, σπίτι στη μαμά, όλα μια χαρά, σπίτι στο επιλέξτε-μια-φέτα, μμμ» και κύματα ύπνου τη τύλιγαν.
« Πιες μια γουλιά ακόμη» είπε η νοσοκόμα, πιέζοντας το ποτήρι στο στόμα της.
Κατάπιε δυο φορές, μια για το χάπι, μετά για το νερό. « Πηγαινέ με σπίτι, οδήγησέ με πίσω, μάτια μου γεμάτα, κι όχι σφαλισμένα, θα κοιμηθώ αμέσως» .
« Δε θα πονέσει » είπε ο γιατρός , γέρνοντας πάνω της. Είδε το άσπρο του μανίκι να διασχίζει το πρόσωπό της, μετά κατέβηκε στο δεξί της μάτι και μετά έχωσε την υποδερμική ανάμεσα στο κάτω βλέφαρο και στο βολβό κι εκείνη άφησε μια κραυγή. Οι νεαροί φοιτητές ανατρίχιασαν και έγειραν μπροστά για καλύτερη θέα.
« Κοίτα πάνω » πρόσταξε ο γιατρός. « Πρέπει να κοιτάς πάνω. »
« Θα κοιτάζω πάνω απ' τους λόφους» είπε οργισμένη, υποσχόμενη να μην ξαναουρλιάξει.
Κοίταζε πάνω, πέρα απ' τη πλαστική θήκη της σύριγγας, στην σειρά των λόφων πού ήταν καλυμμένοι με κροταλιστό χιόνι. Ήταν όλοι εκεί, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να' χαν πάει για ένα χειμωνιάτικο πικ-νικ. Θα πάω, υποσχέθηκε.
« Θα σηκωθώ και θα πάω » ούρλιαξε.
Ο γιατρός ψιθύρισε, « Εντάξει, εντάξει. Η ταινία ξεθωριάζει, το περίμενα » και μετά δυναμώνοντας ελαφρά τη φωνή του καθώς συνέχιζε να εξετάζει τα βάθη του ματιού της, της είπε, « Ναι, θα πας, θα κάνεις θαυμάσιες διακοπές .»
« Ναι αλλά πρέπει να πάρω μαζί και το μάτι » επέμενε. « Πρέπει, το χρειάζομαι» .
« Σς, τώρα, τς » είπε η νοσοκόμα καθησυχαστικά.
« Θα πάρεις το μάτι» της υποσχέθηκε ο γιατρός. « Στάσου ακίνητη τώρα. Θα τελειώσουμε σύντομα» αλλά υπήρχε απελπισία στη φωνή του και δεν τον πίστεψε. Ήταν φανερό ότι είχε χάσει το μάτι, και τι άλλο είχε χάσει?
Δεν τολμούσε να κουνήσει το κεφάλι της, αλλά κάτω απ' το ψυχρό, τραχύ σεντόνι, που τη σκέπαζε, έσφιξε τα ζαρωμένα της χέρια.
Το άσπρο μανίκι του γιατρού πέρασε πάνω από το πρόσωπό της, πήγε κατευθείαν στο δεξί της μάτι κι έχωσε τη σύριγγα ανάμεσα στο βολβό και στο κάτω βλέφαρο. Το ουρλιαχτό της αντήχησε στους μακρινούς τοίχους, ξαναγύρισε σα βέλος ολόισια στο δεξί της μάτι και χώθηκε ως το πίσω μέρος του κεφαλιού της.
«Τς, τς» είπε η νοσοκόμα που την κράταγε να μη σηκωθεί.
«Πάνω κοίτα, πάνω» συνέστησε ο γιατρός. «Πάνω είπαμε να κοιτάς».
Θα κοιτάζω πάνω απ' τους λόφους, σκέφτηκε εξαγριωμένη, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της, υποσχόμενη στον εαυτό της να μην ουρλιάξει ξανά. «Γιατί δε με προειδοποίησες, σαδιστή;»
«Τς» είπε με οργή η νοσοκόμα.
Ο γιατρός άρχισε να εξετάζει το μάτι της με προσοχή, με διάφορα όργανα, που κανένα δεν μπορούσε να νιώσει, επειδή είχε τόσο πολύ συγκεντρωθεί στον άμεσο προηγούμενο πόνο από την υποδερμική ένεση, συστρεφόμενη με οργή που της είχανε φερθεί σα να 'τανε κομμάτι κρέας πάνω στον πάγκο του χασάπη.
«Τι είμαι, κομμάτι κρέας σε χασάπικο;» ρώτησε.
«Ησύχασε» είπε μια άλλη νοσοκόμα, πιο τρυφερά, μπαίνοντας στο οπτικό πεδίο του αριστερού της ματιού, που άρχισε να δακρύζει από συμπαράσταση στο δεξί, που ήξερε χωρίς να της το πούνε πως ήτανε χαμένη υπόθεση.
«Θα με βάλετε να το κρατάω τη νύχτα σ' ένα ποτήρι νερό;» ρώτησε.
Ο γιατρός, άφησε έναν ήχο που 'μοιαζε γέλιο ... «Δεν το 'χασες το μάτι σου».
«Τι έχασα τότε;» Δεν ένιωθε τίποτα πέρα από την πίεση του καρπού του στο ζυγωματικό της κι έτσι υπέθεσε ότι πρέπει να 'χαν αναισθητοποιήσει πλήρως τα νεύρα της με κείνη τη βελόνα. Ήταν θαύμα που δεν έπαθε σοκ, σκέφτηκε, συνεχίζοντας να θρηνεί γι αυτό που 'χε χάσει. Οι γιατροί δε σου λένε πάντα τι συμβαίνει.
«Ίσως να μην έχεις οπτικές εντυπώσεις απ' αυτό το μάτι» της είπε με τραχειά φωνή. Δεν ήταν διατεθειμένος για συμβιβασμούς με τέτοια ασθενή.
Να 'σαι ευγενική, προειδοποίησε τον εαυτό της, γιατί αλλιώς μπορεί να σε περιποιηθούν καλύτερα κι από τρύπημα στο μάτι ? και δίχως προειδοποίηση. Ήταν χειρότερο να ουρλιάζει από το να πονάει. Ή μήπως όχι;
Η πίεση είχε φύγει από το πρόσωπό της. Κομματάκια μπαμπάκι πίεζαν απαλά τα βλέφαρά της, κολλημένα με ταινία στο δέρμα της. Ακουγε ένα ελαφρό μουρμουρητό, απαλό σαν καλοκαιρινό απόγευμα.
«Πρέπει να μείνεις ακίνητη» είπε ο γιατρός. Αμα δεν αντέχεις τον πόνο, η νοσοκόμα θα σου δώσει ένα χάπι, αλλά προσπάθησε να κρατήσεις». Προτού καλά-καλά τελειώσει την πρόταση, τα βήματά του από τις κρεπ σόλες απομακρύνονταν κιόλας και χάνονταν, κι ο πόνος άρχισε να τριβελίζει το δεξί της μάτι, που ξύπνησε απ' την ύπνωση της ένεσης. Σφίγγοντας το σαγόνι της αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν ν' αντέξει κάτι τέτοιο. Σε λιγότερο από είκοσι δευτερόλεπτα και παρά την απόφασή της να ευγενική και υπόδειγμα ασθενούς, ούρλιαξε «Δώστε μου το χάπι!»
Η νοσοκόμα της έβαλε στο στόμα ένα χάπι και της έδωσε νερό να το καταπιεί.
«Μη σαλέψεις» την προειδοποίησε. «Είναι απαραίτητο να μείνεις ακίνητη». Το κρεβάτι της γλίστρησε σε αθόρυβες ρόδες κι ο απαλός ψιθυριστός ήχος την ακολουθούσε, μαζί μ' έναν άλλον ήχο, σαν ακροατήριο που μετακινιόταν στη θέση του, παπούτσια που σέρνονταν, βηξίματα. Έχασε τις αισθήσεις της.
Μουντή κυρίαρχη λευκότητα έλουζε το πρόσωπό της με ανεπαίσθητη ζεστασιά και της ερχόταν μυρωδιά κοτόσουπας. Τα ρουθούνια της διεστάλησαν, το στόμα της μισάνοιξε. «Σούπα» είπε.
«Α, ξύπνησες» είπε η νοσοκόμα και της έδωσε μια γεμάτη κουταλιά. «Σαν πεινασμένο πουλάκι κάνεις» συνέχισε. Η σούπα συνέχισε να έρχεται για λίγο, αλλά ξαφνικά σταμάτησε.
«Πεινάς ακόμα;» ρώτησε η νοσοκόμα.
«Πεθαίνω της πείνας. Δεν έφαγα πρωινό σήμερα».
«Καλύτερα, να λες. Πού να δεις σε άλλες περιπτώσεις ατυχημάτων τα αποτελέσματα του γεμάτου στομαχιού».
«Λίγη σούπα ακόμα» ικέτεψε.
«Όχι τώρα, καλύτερα να κοιμηθείς. Και προσπάθησε να μην κουνάς το κεφάλι ».
Στα διαλείμματα, της έδιναν κοτόσουπα και της έλεγαν να μένει ακίνητη, ώσπου, την επομένη το πρωί πρέπει να 'τανε, της δώσανε καφέ με το κουταλάκι, της είπαν να μείνει ακίνητη και της δώσανε κάτι για την καυτή, κόκκινη βελόνα στο μάτι της. Αργότερα, έχοντας βαρεθεί να κοιμάται, και με τους επιδέσμους στα μάτια, κάθισε και παρακολουθούσε τις εικόνες. Ξεπετάγονταν απ' τα δεξιά προς τ' αριστερά: σημαίες, γεράνια, κέικ, χρώματα χωρίς όνομα κι ο αριθμός που 'ναι ανάμεσα στο οχτώ και στο εννιά, εμφανίζονταν, στριφογυρνούσαν και χάνονταν. Ακούστηκε μια φωνή κι οι εικόνες σταμάτησαν.
Ήταν η φωνή ενός μικρού αγοριού. «Έχω ένα ακρωτηριασμένο χέρι. Εσύ έχεις χτυπήσει τα μάτια σου;»
«Το ένα μόνο» του απάντησε καθησυχαστικά.
«Θα προτιμούσα να 'χω σπασμένο χέρι μονάχα».
«Κι εγώ θα το προτιμούσα» είπε.
«Φοράω πράσινο μπουρνούζι. Μπορείς να το δεις;»
«Όχι, ανόητε. Έχω επιδέσμους και στα δυο μου μάτια. Έχει και πράσινη ζώνη;»
«Ναι, μόνο που την είχα ξεχάσει στο σπίτι του Ρόνυ, όταν κοιμήθηκα εκεί. Αλλά μου φαίνεται πως έχω πάρα πολύ καιρό να πάω απ' του Ρόνυ».
«Πόσο χρονών είναι ο Ρόνυ;»
Η νοσοκόμα μπήκε κι είπε «Τς, συγγνώμη, κυρία Ντ., δεν ήξερα ότι σας ενόχλησε».
«Μα, δε μ' ενοχλεί» διαμαρτυρήθηκε.
«Έλα» είπε η νοσοκόμα στ' αγοράκι.
«Μα δεν πειράζει, δε μ' ενοχλεί».
«Μείνε ακίνητη» την πρόσταξε.
Οι εικόνες ξανάρχισαν, μερικές απ' αυτές έντονα χρωματισμένες, μερικές υποχθόνια τοπία με γρανιτένιους όγκους και οστά. Πήγε στο φεγγάρι και πήδησε έξι μέτρα ψηλά. Έπεσε σε μια λίμνη, που το κρύο νερό της κύλησε απ' το μάγουλό της στο πηγούνι της κι από κει στο μαξιλάρι. Κάτω απ' τα σάπια φύλλα ρουθούνισε ένα γουρούνι κι άρχισε να σκάβει μες στο μάτι της, ώσπου ήρθε η νοσοκόμα και της έδωσε κι άλλο χάπι.
Της δώσανε κάμποσες κουταλιές δημητριακά κι ύστερα άρχισε να σκέφτεται τη μητέρα της. Τη φανταζόταν με τα υπέροχα, καστανά μάτια της γεμάτα δάκρυα, να θρηνεί για την καημένη την κόρη της . «Για όνομα του θεού, σταμάτα το κλαψούρισμα», φαντάστηκε τον πατέρα της να της λέει, έναν μακρυκάνη άντρα με κόκκινο ριγέ σορτς, που ξυριζόταν ένα ηλιόλουστα πρωινό, με το μπάνιο γεμάτο ατμούς και μυρωδιά από τσιγάρο.
«Πώς είναι τα παιδιά;» ρώτησε.
«Ποια παιδιά;» ζήτησε να μάθει η νοσοκόμα.
«Τα παιδιά στο άλλο αυτοκίνητο».
«Είναι εντελώς καλά» της απάντησε η νοσοκόμα.
Ένα απ' τα παιδιά πήρε μια μπάλα του μπέιζ μπωλ και της την πέταξε κι ήξερε ότι θα τη χτυπούσε στο μάτι, γι αυτό έσκυψε , αλλά το μαξιλάρι την κράτησε γερά στη θέση της και, βεβαίως, βούλιαξε μες στο μάτι της κι άφησε μια κραυγή.
«Σώπα, κορίτσι μου» είπε η νοσοκόμα , σκαμπιλίζοντάς την στο σβέρκο.
«Είμαι δέκα» της είπε το αγοράκι μόλις ξύπνησε πάλι. «Με λένε Μπομπ κι έχω μόνο ένα χέρι».
«Το ξέρω. Μου το 'πες. Είναι ωραία να 'σαι δέκα;»
«Όχι» είπε ο Μπομπ. «Εσύ πόσο χρονών είσαι;»
«Είκοσι. Ούτε κι εμένα μ' άρεσε να 'μαι δέκα».
«Καλύτερα είκοσι;»
«Μερικές φορές».
«Ω, τς» είπε η νοσοκόμα μπαίνοντας.
«Σας το μαθαίνουν στη σχολή νοσοκόμων;» τη ρώτησε.
«Να μας μαθαίνουν, τι;»
«Τς, τς. Το λέτε όλες, όλη την ώρα».
«Έλα, Μπομπ, δε θα 'πρεπε να 'σαι εδώ ξέρεις».
Η νοσοκόμα επέστρεψε με το γιατρό που της είπε ότι μπορεί να καθίσει.
« Όχι, ευχαριστώ. Είμαι πολύ άνετα κι έτσι »
« Εννοώ ότι μπορείς να κάτσεις στο κρεβάτι, τώρα» είπε ο γιατρός.
« Δε θέλω» χαχάνισε .
« Νοσοκόμα» ρώτησε ο γιατρός με υποτονική φωνή « πόση ποσότητα Νεμπιουτόλ έχει πάρει; Δε τη θέλουμε δύσκολη» . Ξεφύλλισε τις κάρτες . « Α» είπε . « Ελάτε, ελάτε κυρία Ντ., θα ξαναπροσπαθήσουμε αργότερα, εντάξει ; »
« Υπάρχει ένας σκύλος κάτω από το κρεβάτι. Δεν τον τάισε κανείς.»
« Ναι » είπε ο γιατρός και αναστέναξε.
« Ένα τεριέ. Κάποιος πρέπει να το τα? σει » .
Η νοσοκόμα αναστέναξε με τη σειρά της, « Τς, θα το ταίσουμε , αγαπητή μου. Μην ανησυχείς. »
Φαινόταν πραγματικά να υπάρχει ένας σκύλος κάτω απ' το κρεβάτι, η βολική της συντροφιά, κουλουριασμένος κάτω απ' τα σκεπάσματα που έφταναν ως το πάτωμα. Πέταξε το μαξιλάρι της κάτω για να 'χει κάπου να ξαπλώσει. Μετά από λίγο, ο σκύλος ξεμύτισε απ' την κρυψώνα του, δαγκώνοντας το καλώδιο που κρεμόταν απ' το πίσω μέρος του λαιμού της και εξαφανίστηκε. Τον ήθελε να επιστρέψει για να 'χει συντροφιά, ήθελε περισσότερο Νεμπιουτόλ για να ανακουφιστεί, ξαφνικά ήθελε να 'ναι αγαπητή. Όπως έγειρε το ποτήρι, σαμπάνια στροβιλίστηκε και μερικές φυσαλίδες έσκασαν γλυκά στο μάγουλό της, αγάπη, αγάπη, χορός και μουσική. Πώς θα φαινόταν το μάτι ;
« Θα φαίνεται απαίσιο; » ρώτησε το γιατρό, που έκοβε γύρω-γύρω τους επιδέσμους με κρύο μέταλλο.
« Όχι βέβαια. Θα σχηματιστεί μια μεμβράνη πάνω από το δέρμα, που θα τη βγάλουμε αργότερα. »
« Χρησιμοποιώντας μια απ' αυτές τις υπέροχες βελόνες στο μάτι;»
« Κράτησε τα μάτια σου κλειστά » διέταξε ο γιατρός κι αυτή τον υπάκουσε.
« Δε θα 'θελες να γίνει χωρίς αναισθησία» σχολίασε. Της έβγαλε τα βαμβάκια και τα βλέφαρά της αισθάνθηκαν παγωνιά. « Για προσπάθησε να τ' ανοίξεις» .
Να προσπαθήσει; Να προσπαθήσει, ναι, αλλά για ν' αναπνεύσει. Ανασήκωσε τα βλέφαρά της και το φως της μέρας τη τύφλωσε ? δεν το άντεξε ούτε ένα δευτερόλεπτο. Δάκρυα ξεπήδησαν και κύλησαν στο πρόσωπό της. « Θα πάρει λίγη ώρα» είπε ο γιατρός.
Η νοσοκόμα σκούπισε το πρόσωπό της.
« Με το μαλακό, » είπε ο γιατρός.
« Είναι Κυριακή. Θέλω να διαβάσω τις γελοιογραφίες. »
« Λοιπόν, διάβασε» της είπε και ένιωσε κάτι ? εφημερίδα;? να πέφτει στο απλωμένο της χέρι. Την άρπαξε. Ανοιξε το καλό της μάτι και κρυφοκοίταξε, οι Πειρατές του Ντοράν, μ' όλα τα χρώματα της ίριδας. Τα συννεφάκια του κόμικ γεμάτα από μαύρα μυρμήγκια. Έκλεισε τα μάτια της και σε λίγα λεπτά προσπάθησε ξανά. Η Μπέτσι κολυμπούσε σε μια πράσινη σούπα που ξεχείλιζε απ' την άκρη της σελίδας.
« Ω, στο διάβολο» είπε και ξάπλωσε. Κάπου-κάπου άνοιγε τα μάτια της, προσεχτικά, ολοένα και περισσότερο και για περισσότερη ώρα. Για ώρες εξασκήθηκε, μεταξύ του σπανακιού και της παγωμένης λεμονάδας. Όταν ήρθε η νοσοκόμα τη ρώτησε « Μήπως μπορώ να 'χω έναν καθρέφτη; »
« Δεν έχουμε καθρέφτες στα δωμάτια. Όταν θα μπορείς να περπατήσεις θα βρεις έναν στο μπάνιο.»
« Ναι, αλλά πως είμαι; » τη ρώτησε.
Η νοσοκόμα στάθηκε κοιτάζοντας τη, σοβαρή. « Όχι και τόσο άσχημη» τη διαβεβαίωσε. « Το μάτι σου έχει ουλές, αλλά θα φύγουν σε λίγο.»
Στέναξε « Φαίνεται απαίσιο, το ξέρω. Σ' ευχαριστώ πάντως. »
Η νοσοκόμα συνέχισε να την κοιτάζει σταθερά, ώσπου είπε: « Εντάξει αδελφή» .
« Μπράβο» είπε η νοσοκόμα. « Ξάπλωσε για λίγο και ξεκουράσου » .
Η νοσοκόμα έφυγε απ' το δωμάτιο για να βρει το γιατρό, που ήταν στο διάδρομο, έξω απ' τη πόρτα του τεράστιου αμφιθεάτρου, συζητώντας με δύο επισκέπτες. Η νοσοκόμα τον ρώτησε « Θα διακόψουμε τον κύκλο της κυρίας Ντ.;»
« Ναι, αλλά μόνο για δύο μέρες. Η επόμενη τάξη οφθαλμιάτρων περιμένει ήδη» . Μετά, γύρισε με αβρότητα στους επισκέπτες. « Το σύστημά της έχει τώρα πλήρως επαναφερθεί » τους εξήγησε. « Μετά από δύο μέρες θα ξανατρέξει »
Ένας από τους δύο επισκέπτες, ρώτησε « Αλλά πως το ξεκινάτε απ' την αρχή ; »
Ο γιατρός έδειξε έκπληκτος, « Ω, μα αναπαράγουμε το αρχικό της τραύμα ή βλάβη, φυσικά. »
Ο άλλος επισκέπτης ρώτησε « Δεν έχουν ποτέ τις αισθήσεις τους; Εννοώ δηλαδή, να συνειδητοποιήσουν, σε κάποιο σημείο, ότι ξαναζούν τα ίδια; »
« Όχι, φυσικά » είπε ο γιατρός σοκαρισμένος.
« Πως τους αντικαθιστάτε ; »
Ο γιατρός έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του και άρχισε να οδηγεί τους επισκέπτες στο διάδρομο, προς ένα άλλο δωμάτιο. « Αυτός ο όροφος είναι πάντα γεμάτος» τους εξήγησε. « Θύματα ατυχημάτων που δεν έχουν αναγνωριστεί ή που δεν έχουν συγγενείς ή, στο μεγαλύτερο ποσοστό, που δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν τους λογαριασμούς του νοσοκομείου » .
Η νοσοκόμα τους προσπέρασε και μπήκε στο δωμάτιο της ασθενούς, μ' ένα δίσκο που 'χε πάνω ένα χάρτινο κυπελάκι με χάπια.
« Κι άλλα χάπια;» τη ρώτησε
« Ελάτε, κυρία Ντ., τα πάμε τόσο καλά. Δε θέλετε να πάτε σπίτι; Να τελειώσουν όλα αυτά; »
Αρχισε να μουρμουρίζει « Όλα τελείωσαν, όλα ξεκαθαρίστηκαν, όλα κανονίστηκαν» ενώ η νοσοκόμα έβαλε στο στόμα της ένα χάπι και της έδωσε νερό. « Ναι, ναι, σπίτι στη μαμά, όλα μια χαρά, σπίτι στο επιλέξτε-μια-φέτα, μμμ» και κύματα ύπνου τη τύλιγαν.
« Πιες μια γουλιά ακόμη» είπε η νοσοκόμα, πιέζοντας το ποτήρι στο στόμα της.
Κατάπιε δυο φορές, μια για το χάπι, μετά για το νερό. « Πηγαινέ με σπίτι, οδήγησέ με πίσω, μάτια μου γεμάτα, κι όχι σφαλισμένα, θα κοιμηθώ αμέσως» .
« Δε θα πονέσει » είπε ο γιατρός , γέρνοντας πάνω της. Είδε το άσπρο του μανίκι να διασχίζει το πρόσωπό της, μετά κατέβηκε στο δεξί της μάτι και μετά έχωσε την υποδερμική ανάμεσα στο κάτω βλέφαρο και στο βολβό κι εκείνη άφησε μια κραυγή. Οι νεαροί φοιτητές ανατρίχιασαν και έγειραν μπροστά για καλύτερη θέα.
« Κοίτα πάνω » πρόσταξε ο γιατρός. « Πρέπει να κοιτάς πάνω. »
« Θα κοιτάζω πάνω απ' τους λόφους» είπε οργισμένη, υποσχόμενη να μην ξαναουρλιάξει.
Κοίταζε πάνω, πέρα απ' τη πλαστική θήκη της σύριγγας, στην σειρά των λόφων πού ήταν καλυμμένοι με κροταλιστό χιόνι. Ήταν όλοι εκεί, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να' χαν πάει για ένα χειμωνιάτικο πικ-νικ. Θα πάω, υποσχέθηκε.
« Θα σηκωθώ και θα πάω » ούρλιαξε.
Ο γιατρός ψιθύρισε, « Εντάξει, εντάξει. Η ταινία ξεθωριάζει, το περίμενα » και μετά δυναμώνοντας ελαφρά τη φωνή του καθώς συνέχιζε να εξετάζει τα βάθη του ματιού της, της είπε, « Ναι, θα πας, θα κάνεις θαυμάσιες διακοπές .»
« Ναι αλλά πρέπει να πάρω μαζί και το μάτι » επέμενε. « Πρέπει, το χρειάζομαι» .
« Σς, τώρα, τς » είπε η νοσοκόμα καθησυχαστικά.
« Θα πάρεις το μάτι» της υποσχέθηκε ο γιατρός. « Στάσου ακίνητη τώρα. Θα τελειώσουμε σύντομα» αλλά υπήρχε απελπισία στη φωνή του και δεν τον πίστεψε. Ήταν φανερό ότι είχε χάσει το μάτι, και τι άλλο είχε χάσει?
Δεν τολμούσε να κουνήσει το κεφάλι της, αλλά κάτω απ' το ψυχρό, τραχύ σεντόνι, που τη σκέπαζε, έσφιξε τα ζαρωμένα της χέρια.
Kassy- Αστυνόμος
-
Αριθμός μηνυμάτων : 239
Ηλικία : 30
Περιοχή : Χωρα Του Ποτε
Δουλειά/hobbies : Μαθητρια /Παικτρια Μπασκετ
Βαθμοί : 390
Παράσημα : Δεν έχει.
Προειδοποιήσεις. :
Registration date : 14/12/2007
Απ: Zωή σε επικάλυψη (1966)
ειναι λιγακι ανατριχιαστικο.....αλλα ειναι καλο!!!! για συνεχισε το!!!!!!
XxBloomxX- Πρόεδρος
-
Αριθμός μηνυμάτων : 684
Ηλικία : 29
Παράσημα : Δεν έχει.
Προειδοποιήσεις. :
Registration date : 21/10/2007
Απ: Zωή σε επικάλυψη (1966)
Δεν εχει συνεχεια
Kassy- Αστυνόμος
-
Αριθμός μηνυμάτων : 239
Ηλικία : 30
Περιοχή : Χωρα Του Ποτε
Δουλειά/hobbies : Μαθητρια /Παικτρια Μπασκετ
Βαθμοί : 390
Παράσημα : Δεν έχει.
Προειδοποιήσεις. :
Registration date : 14/12/2007
Απ: Zωή σε επικάλυψη (1966)
α..αληθεια??κριμα..
XxBloomxX- Πρόεδρος
-
Αριθμός μηνυμάτων : 684
Ηλικία : 29
Παράσημα : Δεν έχει.
Προειδοποιήσεις. :
Registration date : 21/10/2007
Happy World :: Ιστορίες :: Παραμύθια
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης